• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in view expr (able to be seen)ορατός επίθ
  που φαίνεται περίφρ
 The castle is in view on top of the hill.
in view expr (being considered, as an aim)υπόψη επίρ
  που εξετάζεται περίφρ
Σχόλιο: Χρησιμοποιείται στη φράση: έχω κάτι υπόψη
 The expansion of the company is in view.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
have [sth] in view v expr (visualize, envisage [sth])προβλέπω ρ μ
 The bill has in view two types of sanctions.
in plain view expr (overtly, in the open)σε κοινή θέα έκφρ
 The deer stood in plain view in the field in front of us.
in view of expr (considering)ενόψει επίρ ως πρόθ
  δεδομένου επίθ ως πρόθ
  με δεδομένο περίφρ
  λαμβάνοντας υπόψη, λαμβάνοντας υπόψιν περίφρ
 In view of your actions, you'll have to leave.
 Δεδομένων των πράξεών σου, θα πρέπει να φύγεις.
in view of the fact that expr (given that)λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως, περίφρ
  δεδομένου ότι περίφρ
  με δεδομένο ότι περίφρ
 In view of the fact that it's raining hard, we are going to cancel the game.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'in view' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση in view στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «in view».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!